- γοᾷς
- γοάωgroanpres subj act 2nd sgγοάωgroanpres ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαζογόας — μαζογόας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που μεμψιμοιρεί για το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + γόας (< γοῶ «θρηνώ»)] … Dictionary of Greek